7 Σεπτεμβρίου 2012

"Κυματοθραύστης"



 Ο «φιλόξενος» Δίας με στολή oικοδεσπότη…
"Kυματοθραύστης"

   Στον μισογκρεμισμένο πέτρινο τοίχο ένα σύνθημα αλυχτούσε: «Μίσος ταξικό». Η νωπή ακόμα μαύρη του μπογιά έσταξε στο κεφάλι του νεαρού εργάτη που έσπαγε με το κομπρεσέρ το πεζοδρόμιο, κάτω ακριβώς από την πέτρινη κραυγή. Το βαρύ μηχάνημα σίγησε, μα το σώμα του εργάτη έτρεμε ακόμη από τους κραδασμούς. Σκουπίζοντας με δυσκολία το μαύρο χρώμα, αναμειγμένο με τον ιδρώτα στο πρόσωπό του, θέλησε να μιλήσει σε δυο περαστικά κορίτσια που, αγνοώντας τον, συναντήθηκαν λίγο πιο πέρα με μια παρέα συνομήλικά του αγόρια, γελώντας ηχηρά.

Με δυσκολία άκουγε το γέλιο τους, από την πολύωρη δουλειά με το κομπρεσέρ, ενώ και τη γλώσσα τους δεν τη γνώριζε ακόμη καλά - λίγο καιρό μετανάστης στην ξένη χώρα. Να τους γνέψει, του ήταν κι αυτό δύσκολο, μην μπορώντας να ελέγξει τα χέρια του που ακόμα έτρεμαν. Όμως καταλάβαινε. Εκεί δίπλα του, στο δρόμο που έθρεφε με το σώμα του, ξεκινούσε η ζωή, κύκλωνε τα νεανικά κορμιά και τα έσπρωχνε σε μια όμορφη γιορτή. Εκεί ξυπνούσε η ομορφιά και σαν κύμα ξεχυνόταν στη φριχτή πόλη που βαριανασαίνει ακίνητη. Μα τη δική του πλευρά την έζωνε κυματοθραύστης. Σκόνη και λάσπη, χέρια τρεμάμενα, γι’ αυτόν. πρόωρες ρυτίδες, αυλάκια να κυλά μέσα τους ο φόβος κι η αγωνία, η ερημιά κι η κούραση που σφυροκοπάνε τη νιότη του. γι’ αυτόν, αυστηρές ματιές, κρατικά πογκρόμ, φασιστικές ορδές. υπομονή που γονατίζει που λυγίζει, ασθμαίνοντας. γι’ αυτόν, γυρισμένες πλάτες, αδιαφορία, πόλη φριχτή. Άδειες τσέπες, σε μια πόλη φριχτή. Κι η ασχήμια να θεριεύει εκεί, μπροστά σε πινακίδες ανταλλακτηρίων χρυσού και ενεχυροδανειστηρίων, μπροστά σε φορτωμένα περίπτερα και ξεθωριασμένες βιτρίνες άδειων καταστημάτων, ανάμεσα στους βιαστικούς περαστικούς που ποδοπατούν τις χαρτονένιες αυλές των αστέγων, κάτω από σκισμένες αφίσες κι ενοικιαστήρια, κάτω από γκρίζα μπαλκόνια, βατήρες απόγνωσης βολικά προσαρμοσμένους σε ορόφους σιωπής. 


Το γέλιο των κοριτσιών θύμιζε μια μακρινή άνοιξη, μα σχεδόν δεν μπορούσε να το ακούσει.
  
   ...Τη μέρα η φριχτή πόλη βαριανασαίνει ακίνητη και τη νύχτα η αποφορά του χνώτου της μεθάει την ατμόσφαιρα. Κι όλα είναι δύσκολα. Κι όλα είναι άδεια. Προχωρώντας στο βρεγμένο από την υγρασία σοκάκι, στην πρώτη πόρτα με αναμμένο φως που συνάντησε, μπήκε. Ο χώρος μύριζε σπέρμα και μοναξιά. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες με γυμνά, ακέφαλα σώματα. Δεν είχε προλάβει να κάτσει στον φθαρμένο κόκκινο καναπέ, όταν μια μαινόμενη γριά άρχισε να ουρλιάζει με βραχνή φωνή, δείχνοντάς του την ταμπέλα στην είσοδο: «Απαγορεύονται οι ξένοι». Πριν καταλάβει τι συνέβαινε, ο θλιβερός αυτός σωρός από απέχθεια και μίσος τον έσπρωχνε έξω στο δρόμο. Με τρεμάμενη την ελπίδα πως, μισώντας τους αδύναμους, θα ξεμπέρδευε με τις ενοχές της, έκλεισε την πόρτα με δύναμη, καθησυχασμένη, ως προς την ύστατη αμφιβολία της, από τον «Ξένιο Δία».
   
   Ο τοίχος, στο στενό πεζοδρόμιο που περπάτησε ο εργάτης, αλυχτούσε: «Τάξη εναντίον τάξης». Η νωπή, ακόμα, κόκκινη μπογιά του συνθήματος έσταξε στο κεφάλι του. Κυλώντας στο μέτωπό του, έμοιαζε με αίμα. Ίσως και να ήταν. Δεν το σκούπισε, όμως, βιαζόταν. Έπρεπε απ’ τ’ αξημέρωτα να ψάξει μεροκάματο.
                                                      
                                                                                                                             
                                                                                                                                   ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου