Πορφυρογέννητοι
Μέσα στο άγριο χάραμα, θεέ μου, τι καψόνι,
σαν ο Πορφυρογέννητος κοιτάζει απ’ το μπαλκόνι,
το Μπάντεν-Μπάντεν δεν θωρεί μήτε και το Παρίσι,
τούτο το μαύρο ριζικό ποιός να το τραγουδήσει.
Δεν βλέπει Μέλανα Δρυμό και Βυρτεμβέργη-Βάδη,
την “Άστον Μάρτιν” που ζητά, δεν βρίσκει στο σκοτάδι.
«Ωρέ, που ξύπνησα, mon Dieu, τι βάσανο με βρήκε»,
στο Κολωνάκι, κάθιδρος στο ρετιρέ του μπήκε.
«Το πρώτο φως που δεν αργεί, την πλέμπα θα φωτίσει.
Τι κοιλιόδουλος λαός, έχω αγανακτήσει.
Κι αφού δεν έχουνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι,
της Σοβιετίας η κακιά σκουριά εδώ δεν πιάνει.
Πού να σταθείς, φτωχή μου ελίτ, χωρίς να σε μολύνουν,
σαν κατσαρίδες, τρωκτικά τρέχουν και δε σ’ αφήνουν
ένα τσουρέκι να γευτείς, στην Πάρνηθα να παίξεις,
μήτε και “Harrods” να χαρείς, τι άλλο να αντέξεις;
Μπατίρια, ανεπρόκοποι, μισθοεξαρτημένοι,
τεμπέληδες, ξυπόλυτοι, φτωχοί αφιονισμένοι,
ιθαγενείς ζητάνε ΜΕΘ και μόνιμες προσλήψεις,
ζητούν μέχρι κι επίταξη, χωρίς να ’χουνε τύψεις.
Δώσ’ τους τα καθρεφτάκια τους, Κυριάκο, να λουφάζουν.
Στο Μπάντεν-Μπάντεν λιάζονται και ξέρουν να διατάζουν,
τί τυραννία, τί μπελάς στα αστικά σαλόνια,
φέρουνε βάρος σαν φορούν οι άριστοι γαλόνια».
Άιντε, ρε Υπεραστικοί, για βάλτε ένα χεράκι,
τούτοι οι Πορφυρογέννητοι ζητάνε τραγουδάκι.
Κι όσο ο λαός ανέχεται τ’ αφ’ υψηλού τους φρύδια,
να ’χει σκοπό να τραγουδά για πορφυρένια αρχίδια.
Υπεραστικοί
Δεκέμβρης 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου