Ο λαγός
φόρεσε βάτες και οργάνωνε παράτες
για τους
άρχοντες του δάσους, με τενόρους και κομπάρσους.
Ήταν κρίσιμη
η ώρα, μην τα ζώα πάρουν φόρα
που οι
αρχόντοι οι τζιτζιφρίγκοι ’βγάζαν απ’ τη μύγα ξίγκι,
των φτωχών η
απαντοχή που δεν βάσταγε στη γη.
Ήταν άδειο
το τσουκάλι, ’βγαίναν τ’ άλογα στην πάλη,
ξεσηκώναν τα
υποζύγια να τελειώσουν τα μαρτύρια.
Ο λαγός
φόρεσε φράκο, τα χαρτιά του έκανε πάκο
και πιστός
στους χορτασμένους, κήρυττε στους πεινασμένους,
τρέμοντας ξεσηκωμό, του λαού τον
γδικιωμό:
«Άστε τ’
άλογα να λένε. Για την πείνα οι ξένοι φταίνε
απ' το
διπλανό το δάσος που ’ρχονται εδώ με θράσος.
Τούτοι
παίρνουν τις δουλειές μας, ξαποσταίνουν στις σκιές μας
και θα
φτιάξουν και φωλιά στη δική μας φυλλωσιά.
Την μπουκιά
το φαγητό θα μας κόψουνε στα δυο».
Μια μαϊμού
χειροκροτούσε κι ένα φίδι πώς κουνούσε
την ουρά με
μαεστρία, των αρχόντων εφεδρεία.
Το πε, το πε
ο παπαγάλος, «ο λαγός είναι μεγάλος»
και δυο
σαύρες συμφωνούσαν σαν τους απεργούς μετρούσαν,
το ραπόρτο
για να δώσουν, παραδάκι να τσεπώσουν.
Μα ο
κυρ-Μέντιος παλικάρι, μ’ ένα κόκκινο φουλάρι,
άνεργος εδώ
και μέρες πρόβαλε μέσα απ' τις φτέρες.
«Φυλλωσιά
δεν μου χει μείνει, μου την πήρανε δυο σκύλοι
που
εκτελούσανε κι αυτοί των αρχόντων διαταγή.
Τρεις κοριοί
τους το ’χαν πει, πως κοιμόμουνα εκεί.
Ποιά δουλειά
έχω να χάσω, που μ’ αφήσανε στον άσσο,
κι οι
αρχόντοι στις σκιές μας να χωνεύουν τις τροφές μας.
Απ’ το
διπλανό το δάσος, απ’ ανάγκη κι όχι θράσος
τα αδέρφια
μας ζυγώνουν, όσοι απ' τη φωτιά γλυτώνουν,
το ψωμί λένε
ψωμάκι, δεν κρατάνε από τζάκι.
Τη φωτιά
βάλανε πάλι οι αρχόντοι οι μεγάλοι
που εδώ όπως
και κει τρώνε όλο το φαϊ.
Των δασών οι
πεινασμένοι να σταθούμε ενωμένοι,
μην ακούτε
τον λαγό, των χορτάτων τον βαλτό,
δώστε μια
για να του δίνουν, οι βαλτοί “λαγοί να γίνουν”».
Όλοι οι
μέρμηγκες βουρκώσαν. Χρόνια στη δουλειά ματώσαν,
πρόσφυγες
ήταν και ’κείνοι που στο δάσος είχαν μείνει.
Νεροκότσυφες
κι αηδόνια, πελαργοί και χελιδόνια,
χήνες και
νανογεράκια, μετανάστες με μεράκια,
τον
κυρ-Μέντιο σαν ακούσαν, βάσανα εξιστορούσαν.
Άρχισε ο
λαγός τους πήδους για το καθαρό του είδους,
και στου
δάσους τα σοκάκια έσκουζε μ’ άλλα τσιράκια,
οι λαγοί οι
εθνικιστές ήταν, λέει, «ακτιβιστές».
Στους
χειμώνες και στα θέρη των αρχόντων μακρύ χέρι,
του ντουνιά όλη η σαβούρα δεν αρκούνταν στη μουρμούρα.
του ντουνιά όλη η σαβούρα δεν αρκούνταν στη μουρμούρα.
Φόρεσε άγρια
γκριμάτσα κι αμολήθηκε στην πιάτσα.
Να τρομάξει
ήθελε πάλι όποιον σήκωνε κεφάλι.
«Λύκους»,
έλεγε, με πάθος, τα ζωάκια απ' τ' άλλο δάσος
που απ' τη
φωτιά διωγμένα τρέχαν τώρα τρομαγμένα.
“Λύκοι”,
“όρνια”, “αρπακτικά”, του λαγού τ’ αφεντικά.
Μπούκαρε και
στα σχολεία, να μην πάρουν τα «θηρία»:
τόσα δα
αλεπουδάκια, σκίουρους και ελαφάκια,
προσφυγόπουλα
ζαρκάδια που της μάνας τους τα χάδια
είχαν χάσει
τα καημένα, μόνα και κυνηγημένα.
Και έσκουζε
χωρίς αιδώ, «έξω οι ξένοι από δω».
Ο λαγός
κουνάει τη φτέρη, ποιο θα τον αρπάξει χέρι,
καθώς πάει
νερό να πιει στων αρχόντων την αυλή;
Φτώχεια,
πόλεμος, φοβέρα στων αρχόντων τη σκακιέρα,
των δασών οι
κολασμένοι να σταθούμε ενωμένοι.
Μπρος της γης οι προλετάριοι μην
τους κάνουμε τη χάρη.
υπεραστικοί
Γενάρης 2017
Καλωσορίζουμε τα προσφυγόπουλα στα σχολεία.
Δεν θα περάσει ο φασισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου